χρυσόστομος, -η, -ο, επίθ. [<μτγν. χρυσόστομος, από την επωνυμία του πατέρα της εκκλησίας Ιωάννη του Χρυσόστομου], εύχρ. μόνο στις παρακάτω φράσεις·
- πες τα χρυσόστομε! επιφωνηματική έκφραση επιδοκιμασίας σε κάποιον που λέει θαρρετά απόψεις που έπρεπε να ειπωθούν και που για κάποιο λόγο κανένας δεν τολμούσε να πει: «οι πιο πολλοί πολιτικοί σήμερα είναι διεφθαρμένοι κι εκμεταλλεύονται τον απλό λαό. -Πες τα χρυσόστομε!»·
- πες το χρυσόστομε! επιφωνηματική έκφραση επιδοκιμασίας σε κάποιον που λέει, επιτέλους, αυτό που περιμένουμε να ακούσουμε, γιατί μας συμφέρει ή μας εξυπηρετεί: «μετά από πολλή σκέψη αποφάσισα να σε βοηθήσω. -Πες το χρυσόστομε!».